- λαβίδα
- Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων.
φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται για τον περιορισμό του πλάσματος στους θερμοπυρηνικούς αντιδραστήρες. Στα πειράματα σύντηξης έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί τύποι συσκευών, στις περισσότερες από τις οποίες ένας ισχυρός παλμός ρεύματος περνά μέσα από το αέριο για να δημιουργηθεί το πλάσμα. Ταυτόχρονα αυτός ο παλμός του ρεύματος δημιουργεί ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο, που αναγκάζει τα φορτισμένα σωματίδια στο πλάσμα να ακολουθούν ελικοειδείς τροχιές γύρω από τις δυναμικές γραμμές του πεδίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συστολή του πλάσματος μακριά από τα τοιχώματα του σωλήνα (φαινόμενο λ.). Στην περίπτωση των συσκευών, όπου εμφανίζεται ζήτα φαινόμενο λ., το ρεύμα διέρχεται αξονικά μέσα από το πλάσμα και το μαγνητικό πεδίο δημιουργείται γύρω από αυτό. Στις συσκευές θήτα φαινομένου λ. τα πηνία που διαρρέονται από το ρεύμα περικλείουν το πλάσμα και το μαγνητικό πεδίο είναι αξονικό (και οι δύο συσκευές είναι δακτυλιοειδείς).
Η λαβίδα ως εργαλείο έχει διάφορες χρήσεις στις ανθρώπινες δραστηριότητες (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (AM λαβίς, -ίδος)κάθε όργανο που έχει δύο σκέλη και χρησιμοποιείται για σύλληψη και συγκράτηση, έλξη, τέντωμα ή κοπή, τσιμπίδα («χειρουργική λαβίδα»)νεοελλ.μικρή τσιμπίδα με την οποία πιάνονται τα γραμματόσημα για να προφυλαχθούν από τον ιδρώτα, τη λιπαρότητα και τα αποτυπώματα τών δακτύλωννεοελλ.-μσν.λειτουργικό σκεύος, από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, το οποίο έχει σχήμα μικρού κουταλιού και χρησιμοποιείται κατά τη θεία μετάληψη(μσν. -αρχ.)1. μικρή λαβή2. άγκιστρο, περόνη, αιχμηρό όργανο («ταῑς λαβίσι καταπερονῶντες», Πολ.)3. ψαλίδα για καθαρισμό τών λύχνων και τών λαμπάδων, λυχνοψάλιδο, κηροψαλίδι («καλύψουσι τὴν λυχνίαν τὴν φωτίζουσαν... καὶ τὰς λαβίδας αὐτῆς», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔ-λαβ-ον, αόρ. τού λαμβάνω*) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. γραφ-ίς, κοπ-ίς) ή από το ουσ. λαβή].
Dictionary of Greek. 2013.